Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αἱ ἄρκτοι

См. также в других словарях:

  • Ἄρκτοι — Ἄρκτος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρκτοι — ἄρκτος bear fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βραυρών — Αρχαιολογικός τόπος στη νότια ακτή της Αττικής, στον κολπίσκο της Βραώνας, που διασχίζεται από τον μικρό ποταμό Εράσινο. Η Β. ανήκε στα 12 αρχαία κράτη της Αττικής. Αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν ότι υπήρχε στη θέση αυτή οικισμός από τη… …   Dictionary of Greek

  • Артемида — Богиня охоты, покровительница всего живого …   Википедия

  • PARADISUS — I. PARADISUS apud recentiores Scriptores, atrium est porticibus circumdatum ante aedes sacras. ex Graeco Παράδεισος, qui ab Hesychio definitur τόπος εν ᾧ παριπάτοι, locus porticibus et deambulatoriis circumdatus, Gallis vero Parvis. Hâc notione… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • URSUS — I. URSUS Consul an. Urb. cond. 1000. II. URSUS Pileatus, Sex. Ruf. locus Romae, apud Portam Esquelinam. Ubis aedes S. Bibianoe virgin. Hinc S. Bibtana dicitur. III. URSUS quasi orsus Isidoro, ut vidums; Barthio potius a viurgente et pettinaci… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αρκτεία — η (Α) έθιμο συνδεδεμένο με τη λατρεία της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα, τη Μουνιχία, στο Βραυρώνιο Ιερό της αθηναϊκής Ακρόπολης και στη Λήμνο, σύμφωνα με το οποίο «άρκτοι», κοριτσάκια 5 10 ετών, μετείχαν στην πομπή προς το ιερό της θεάς και… …   Dictionary of Greek

  • σκυμνίον — τὸ, Α [σκύμνος] υποκορ. μικρός σκύμνος* («αἱ δ ἄρκτοι ὅταν φεύγωσι, τὰ σκυμνία προωθοῡσι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • φωλάς — άδος, η, ΝΜΑ, και φολάς Ν ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας φωλαδίδες, με ευρέως διαδεδομένα, κυρίως παράκτια, είδη, ικανά να ανοίγουν τρύπες και να ζουν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»